- πορθμίδι
- πορθμίςshipfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
πορθμίδ' — πορθμίδα , πορθμίς ship fem acc sg πορθμίδι , πορθμίς ship fem dat sg πορθμίδε , πορθμίς ship fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)